καλογεράκι — το καλογεροπαίδι: Το μοναστήρι αυτό έχει τρία καλογεράκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλόγα — Μικρό νησί στον κόλπο του Μούδρου της Λήμνου κοντά στα ακρωτήρια Σαγάδρα και Καλογεράκι. Έχει μήκος περίπου 1.200 μ. και πλάτος γύρω στα 300 μ. Καθορίζει δύο από τα τρία στόμια του λιμανιού του Μούδρου, το μεσαίο και το δυτικό, προς τον Μαύρο… … Dictionary of Greek
καλογηρίδιον — καλογηρίδιον, τὸ (Μ) καλογεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγηρ ος + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον] … Dictionary of Greek
καλογηρίτζιον — και καλογηρίτζιν και καλογερίτζιν και καλογερίτσιν, τὸ (Μ) (υποκορ. τού καλόγηρος με περιφρονητική ή ειρωνική έννοια) καλογεράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλόγηρ ος + μσν. υποκορ. κατάλ. ιτζι(ο)ν] … Dictionary of Greek
Κωνσταντινίδης, Ανδρέας — (Άγιος Θεόδωρος Λευκωσίας 1940 –). Κύπριος εκπαιδευτικός, δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στην παιδαγωγική ακαδημία Κύπρου, στο παιδαγωγικό ινστιτούτο Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπηρέτησε ως δάσκαλος σε σχολεία της Κύπρου, ενώ… … Dictionary of Greek
προσκυνώ — προσκύνησα, προσκυνημένος 1. υποκλίνομαι με σεβασμό, σέβομαι, τιμώ: Προσκύνησε ταπεινά την εικόνα του Χριστού. 2. χαιρετίζω με σεβασμό: Καλογεράκι εγίνη, ράσα φόρεσε, πάγει στην πόρτα κλαίει, πέφτει προσκυνά (δημ. τραγ.). 3. δηλώνω υποταγή σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)